ΑΡΘΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ ΓΟΝΑΤΟΣ: ΠΟΤΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΩ ΞΑΝΑ;

Η αυξημένη μακροβιότητα του γενικού πληθυσμού και η σχετική αύξηση των εκφυλιστικών παθήσεων που σχετίζονται με τη γήρανση, συμπεριλαμβανομένης της οστεοαρθρίτιδας, έχει οδηγήσει σε παγκόσμια αύξηση του αριθμού των αρθροπλαστικών γόνατος αλλά και των αναθεωρήσεων. Οι πρωταρχικοί στόχοι της αρθροπλαστικής γόνατος είναι η αύξηση της κινητικότητας και η μείωση του πόνου, που θα επιτρέψουν την επανέναρξη των δραστηριοτήτων που είχε ο ασθενής πριν από την εμφάνιση της πάθησης. Μελέτες έχουν αποδείξει ότι όσοι επιλέγουν να μην υποβληθούν χειρουργική επέμβαση έχουν μειωμένη κινητικότητα, υποφέρουν συχνά από μοναξιά και κατάθλιψη.

Τα ίδια όμως προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ολική αρθροπλαστική γόνατος μέχρι να τους επιτρέψει ο γιατρός να οδηγήσουν. Σύμφωνα με μελέτες ιδιαίτερα στον ηλικιωμένο πληθυσμό το πρόβλημα είναι έντονο. Αν και επί του παρόντος, υπάρχει έλλειψη καθολικών κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με το χρονοδιάγραμμα για ασφαλή επανέναρξη της οδήγησης, οι τρέχουσες συστάσεις προτείνουν ανάρρωση τουλάχιστον 4-8 εβδομάδων πριν οι ασθενείς επιχειρήσουν να οδηγήσουν, παρόλο που τα στοιχεία βασίζονται σε παρελθούσες, συμβατικές χειρουργικές προσεγγίσεις. Η Αμερικανική Ακαδημία Ορθοπαιδικών Χειρουργών συνιστά τουλάχιστον 6-8 εβδομάδες αποχή για τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ολική αρθροπλαστική γόνατος στο δεξί πόδι και τουλάχιστον 1 εβδομάδα για όσους χειρουργήθηκαν στο αριστερό. Ομοίως, και το Royal College of Surgeons του Ηνωμένου Βασιλείου, συστήνει την αποφυγή της οδήγησης για τουλάχιστον 8 εβδομάδες.

Ωστόσο, με την ανάπτυξη των νεώτερων χειρουργικών τεχνικών οι ασθενείς ενδεχομένως να είναι σε θέση να ξαναρχίσουν την οδήγηση νωρίτερα από τις 8 εβδομάδες. Μετά από μια ελάχιστα επεμβατική αρθροπλαστική, η οποία δεν προκαλεί βλάβες στους μαλακούς ιστούς, οι ασθενείς θα πρέπει να είναι σε θέση να επανέλθουν στις κανονικές δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, με ελάχιστη καθυστέρηση.

Με δεδομένες αυτές τις εξελίξεις στις χειρουργικές τεχνικές αλλά και στην αναισθησία, που συνέβαλαν στην επιτάχυνση του χρόνου αποκατάστασης, οι παλαιότερες συμβουλές στους ασθενείς να περιμένουν 6-8 εβδομάδες πριν οδηγήσουν δεν εφαρμόζονται πλέον. Δηλαδή, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο να οδηγούν πολύ πιο γρήγορα από τις τρέχουσες συστάσεις των χειρουργών. Οι περισσότεροι ξαναοδηγούν μέσα σε περίπου 4 εβδομάδες, σύμφωνα με μια μελέτη των ΗΠΑ. Αλλά είναι αυτή η πρακτική ασφαλής;

Προκειμένου να εξετάσουν πότε πρέπει να επιτρέπεται στους ασθενείς να οδηγήσουν μετά την επέμβαση, ποιοι παράγοντες θα μπορούσαν να προβλέψουν το χρόνο επιστροφής και αν η ασφάλεια μειώνεται όταν η περίοδος αναμονής είναι μικρότερη, ερευνητές από το Rothman Orthopedic Institute του Πανεπιστημίου Thomas Jefferson της Φιλαδέλφειας πραγματοποίησαν μια μελέτη σε 1.044 ασθενείς.

Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση γόνατος (ή ισχίου) μεταξύ 2017 και 2018 και κατόπιν συμπλήρωναν ηλεκτρονική έρευνα κάθε δύο εβδομάδες επί τρεις μήνες. Έλαβαν οδηγίες να οδηγήσουν όταν δεν θα είχαν ανάγκη πλέον τα αναλγητικά και θα μπορούν να μετακινούν άνετα το πόδι τους από τη μια πλευρά στην άλλη. Δηλαδή, οι χειρουργοί τους δεν τους παρείχαν συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο για επανέναρξη της δραστηριότητας αυτής.

Για τους υπολογισμούς τους, οι ερευνητές καθιέρωσαν ένα ελάχιστο όριο ή την γρηγορότερη δυνατή επιστροφή στην οδήγηση σε περίπου 11 ημέρες για τους ασθενείς με ολική αρθροπλαστική γόνατος και σε 17 ημέρες για εκείνους που υποβλήθηκαν σε ολική αρθροπλαστική ισχίου. Λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες οι ερευνητές προσέθεσαν σε αυτό το όριο έξτρα ημέρες. Για παράδειγμα, για επεμβάσεις στο δεξί πόδι προσέθεσαν περίπου δύο ημέρες.

Διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς άρχισαν να οδηγούν ξανά στις 4,4 εβδομάδες μετά την ολική αντικατάσταση γόνατος και 3,7 εβδομάδες μετά την αντικατάσταση του ισχίου, κατά μέσο όρο.

Βρέθηκε επίσης ότι μεταξύ άλλων παραγόντων που προέβλεπαν μεγαλύτερες περιόδους πριν οδηγήσουν ξανά οι ασθενείς, ήταν η χρήση βακτηριών πριν από τη χειρουργική επέμβαση και ο μετεγχειρητικός πόνος, το περιορισμένο εύρος κίνησης, η ανασφάλεια για οδήγηση, η παραπομπή σε μονάδες αποκατάστασης και η περιορισμένη ικανότητα φρεναρίσματος.

Η χειρουργική προσέγγιση είχε επίσης σημαντική επίδραση στον χρόνο που απαιτούνταν μέχρι να οδηγήσουν ξανά. Οι ασθενείς που είχαν χειρουργικές επεμβάσεις με πρόσθια προσέγγιση επέστρεψαν στην οδήγηση μετά από τρεις εβδομάδες περίπου, σε σύγκριση με σχεδόν τέσσερις εβδομάδες που χρειάστηκαν εκείνοι που υποβλήθηκαν σε χειρουργικές επεμβάσεις χρησιμοποιώντας μια πλευρική ή οπίσθια προσέγγιση.

Όπως διαπιστώνεται απ’ αυτήν τη μελέτη, τα ευρήματα σχετικά με τον χρόνο που θα πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ μιας αρθροπλαστικής γόνατος και επανόδου στην οδήγηση διαφοροποιούνται από τις σημερινές συστάσεις για τον χρόνο και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν δίνονται μετεγχειρητικές οδηγίες στους ασθενείς.

Δρ. Αθανάσιος Τσουτσάνης